- πάλει
- πά̱λει , πάλλωpoiseaor subj act 3rd sg (epic doric)παλέωto be disabledpres imperat act 2nd sg (attic epic)παλέωto be disabledimperf ind act 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ПАЛА — • Pale, Πάλη, город, по имени жителей называемый обыкновенно Παλει̃ς или Παλη̃ς; это был один из четырех городов на острове Кефалении; он лежал на возвышенности по направлению к Закинфу, на самом узком месте острова, нынешний город… … Реальный словарь классических древностей
προεισφέρω — ΝΑ προπληρώνω, προκαταβάλλω την εισφορά για κάτι αρχ. 1. προπληρώνω χρήματα στην πολιτεία («ἀργύριον ἄτοκον προεισφέρειν», επιγρ.) 2. εισάγω νόμο εκ τών προτέρων 3. απονέμω, αποδίδω σε κάποιον κάτι προηγουμένως («προεισφέρειν χάριν τῇ πάλει») 4.… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek